-
1 ευαγωγια
ἥ1) хорошее воспитание, благовоспитанность Aeschin., Arst., Plut.2) правильное развитие(τῶν σωμάτων Arst.)
3) восприимчивость, понятливость(ψυχῆς πρὸς λόγους Plat.)
-
2 λογος
ὅ (часто pl.)1) слово, речь(ἔργῳ καὴ λόγῳ Aesch.)
λόγον προσφέρειν τινί Her. — обратиться к кому-л.;ὡς εἰπεῖν λόγῳ Her. — так сказать;λόγου ἕνεκα Plat. — (только) к слову, к примеру (не всерьез);(περὴ) οὗ ὅ λ. Plat. — о чем (и) идет речь2) сказанное, упомянутое3) лог. положение, суждение, формулировка(λ. ὁριστικός Arst.)
ἐξελεγκτέος οὗτος ὅ λ. ἡμῖν ἐστιν Plat. — это положение мы должны опровергнуть4) филос. определение(ψυχῆς οὐσία καὴ λ. Plat.)
τὰ πρῶτα στοιχεῖα λόγον οὐκ ἔχει Plat. — первоначала не поддаются определению5) выражение, изречение, поговоркаθεοὺς τοὺς τῆς ἁλούσης πόλεως ἐκλείπειν λ. (sc. ἐστίν) Aesch. — говорят, что завоеванный город боги покидают
6) вещее слово, предсказание, прорицаниеδρυὸς λόγοι μαντικοί Plat. — вещие слова дуба, т.е. Додонского оракула;
πρὸς λόγον τοῦ σήματος Aesch. — как предвещает знамение7) решение, постановлениеκοινῷ λόγῳ Her. — единогласно
8) право решать, законодательная властьἐπὴ τῷ πλήθει λ. (sc. ἐστίν) Soph. — власть принадлежит (народным) массам
9) приказание, повеление(πατρός Aesch.)
10) предложение, условиеἐπὴ λόγῳ τοιῷδε τάδε ὑπίσχομαι Her. — я обещаю это со следующим условием11) слово, обещание12) повод, предлог13) довод, доказательство(λόγοις τισὴ πεῖσαί τινα Xen.)
14) упоминаниеλόγου ἄξιον οὐδέν Her. — ничего заслуживающего внимания, т.е. немного, незначительно
15) слава, слух(ἵνα λ. σε ἔχῃ ἀγαθός Her.)
16) весть, известие(λ., ὃς ἐμπέπτωκεν ἐμοί Soph.)
17) разговор, беседаεἰς λόγους ἐλθεῖν, συνελθεῖν, ἰέναι или ἀφικέσθαι τινί Her. etc. — вступить в разговор (беседовать) с кем-л.;
τοὺς λόγους ποιεῖσθαι πρὸς ἀλλήλους Plat. — беседовать друг с другом18) переговоры19) рассказ, повествование, предание(Αἰγύπτιοι λόγοι Her.; ἄκουε λόγου, ὃν σὺ ἡγήσει μῦθον Plat.)
20) сказка, басня(οἱ τοῦ Αἰσώπου λόγοι Plat.)
ὅ τοῦ κυνὸς λ. Xen. — басня о собаке21) прозаическое произведение, проза(ἐν λόγῳ καὴ ἐν ᾠδαῖς Xen.)
οἱ λόγοι Anth. — литературные занятия, литература22) раздел сочинения, глава, книга(ἐν τῷ πρόσθεν или ἔμπροσθεν λόγῳ Xen.)
23) право говорить, слово(αἰτεῖσθαι λόγον Thuc.)
λόγου τυγχάνειν Dem.; — получить слово24) ораторское выступление, речьσύγκειται ἐκ τριῶν ὅ λ. Arst. — речь складывается из трех (элементов)
25) предмет обсуждения, вопрос, темаἄλλος λ. Plat. — (это) другой вопрос;ἐὰν πρὸς λόγον τι ᾖ Plat. — если это относится к делу;τοῦ λόγου μετέχειν Her. — быть замешанным в деле;τὸν ἥττω λόγον κρείττω ποιεῖν Plat. — представлять дурное хорошим26) разумение, разум(τῷ λόγῳ ἕπεσθαι Plat.)
ὅ ὀρθὸς или ἐοικὼς λ. Plat. — здравый ум;ἔχειν λόγον Plat. — соответствовать требованиям разума, быть разумным27) (разумное) основаниеκατὰ τίνα λόγον ; Plat. — на каком основании?
28) мнение, усмотрениеὅ τί μιν ὅ λ. αἱρέει Her. — как ему заблагорассудится;
τῷ ἐκείνων λόγῳ Her. — по их мнению29) предположениеἐπὴ τῷδε τῷ λόγῳ Her. — в расчете на то;
παρὰ λόγον Plat. — против ожидания30) значение, вес(λόγῳ ἐν σμικρῷ εἶναι Plat.)
λόγου οὐδενὸς γενέσθαι πρός τινος Her. — быть в полном презрении у кого-л.;ἐν οὐδενὴ λόγῳ ποιεῖσθαί τινα Her. — ни во что не ставить кого-л.31) (со)отношение, соответствиеἀνὰ τὸν αὐτὸν λόγον Plat. — в том же соотношении;
κατὰ λόγον τινός Her., Xen.; — в соответствии с чем-л.;32) отчет, объяснениеλόγον δοῦναι καὴ δέξασθαι Plat. — давать и получать объяснения33) счет, исчислениеτὸ κατὰ λόγον Men. — по (общему) счету, в итоге
34) число, группа, категорияἐν συμμάχων λόγῳ εἶναι Her. — считаться союзниками;
ἐν ἀνδραπόδων λόγῳ ποιεῖσθαι Her. — держать на положении рабов;ἐς τούτου (sc. τοῦ γήραος) λόγον οὐ πολλοὴ ἀπικνέονται Her. — до такой старости доживают немногие
См. также в других словарях:
ευαγωγία — εὐαγωγία, ἡ (Α) [ευάγωγος] 1. καλή αγωγή, καλή ανατροφή, καλή εκπαίδευση 2. η ευκολία κάποιου στο να καθοδηγείται, το ευάγωγον («εὐαγωγία ψυχῆς πρὸς λόγους», Πλάτ.) 3. ευπείθεια («κουφότης καὶ εὐαγωγία», Φιλόστρ.) … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά … Dictionary of Greek
Ντεκάρ, Ρενέ — (Rene Descartes, Λα E, Τουρέν 1596 – Στοκχόλμη 1650). Γάλλος φιλόσοφος και μαθηματικός. Σπούδασε έως το 1612 στο κολέγιο των ιησουιτών Λα Φλες. Από την οικογένειά του προοριζόταν για το στρατιωτικό επάγγελμα· στρατεύτηκε στην υπηρεσία του ηγεμόνα … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek